Το ορφανό κοριτσάκι που µεγάλωσε ανεπιθύµητο στο σπίτι της θείας, που µορφώθηκε στο απάνθρωπο φιλανθρωπικό ίδρυµα, η Τζέιν Έυρ, διατηρεί ακέραιο το χαρακτήρα της, βρίσκει δουλειά ως γκουβερνάντα στο αρχοντικό του Θόρνφιλντ, γνωρίζει και ερωτεύεται τον κύριο Ρότσεστερ.
Μέσα από τη ζωή, τη δουλειά και τον έρωτά της, διεκδικεί και κερδίζει αξιοπρέπεια, σεβασµό και αυτοσεβασµό, πράγµατα πρωτάκουστα για τις περισσότερες γυναίκες της βικτωριανής κοινωνίας.
Το µυθιστόρηµα της Σαρλότ Μπροντέ είναι ένα πορτρέτο της εποχής, αλλά και µια διαχρονική ιστορία αγάπης που δεν τελειώνει µε το γάµο, αλλά θεµελιώνει µια νέα ζωή.
Σαρλότ Μπροντέ: 200 χρόνια απ’ τη γέννηση της
Αν δεν έχεις και πολύ χρόνο να διαθέσεις, ο πιο γρήγορος τρόπος για να καταλάβεις πόσο σπουδαία συγγραφέας υπήρξε η Σαρλότ Μπροντέ, είναι να ρίξεις μια ματιά στα θέματα που θίγει το πιο διάσημο βιβλίο της, το κλασικό «Τζέιν Έιρ»: Ηθική, Θεός και Θρησκεία, Κοινωνική τάξη, Σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, Έρωτας και πάθος, Φεμινισμός, Eξιλέωση και συγχώρεση, Αναζήτηση πατρίδας και οικογένειας. Kαι όλα αυτά από μία γυναίκα, στα μέσα του 19ου αιώνα…
Με αφορμή τα 200 χρόνια από τη γέννησή της, ο εκδοτικός κόσμος θυμάται και επανεξετάζει αυτές τις μέρες τον βίο και το έργο της. Η Μπροντέ δεν είχε μια ιδιαίτερα εύκολη ζωή. Για την ακρίβεια, είχε μια δύσκολη ζωή: Γεννημένη στο Γιορκσάιρ της Αγγλίας το 1816, το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας, πολύ σύντομα έχασε τη μητέρα της και μεγάλωσε μαζί με τα αδέρφια και τη θεία της. Στην ενήλικη ζωή της, για δύο χρόνια παρείχε υπηρεσίες ως οικονόμος σε αρκετές οικογένειες, ενώ το 1842 εργάστηκε μαζί με την αδερφή της Έμιλι σε οικοτροφείο στις Βρυξέλες. Τα βιώματά της εκεί, ενέπνευσαν κάποια από τα μετέπειτα έργα της.
Ακούγεται παράλογο σήμερα, ωστόσο στην εποχή της η Μπροντέ δεν αναγνωρίστηκε από τους κριτικούς. Ιδίως το «Τζέιν Έιρ», έργο που δικαιώνει όσο λίγα τον χαρακτηρισμό «μπροστά από την εποχή του», θεωρήθηκε από πολλούς προσβλητικό προς την έννοια της οικογένειας και τη θρησκεία και κατακρίθηκε ως ένα «αναρχικό» ανάγνωσμα, που ασφαλώς δεν είχε θέση στις βιβλιοθήκες των ενάρετων διανοούμενων. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι η ίδια δεν το υπέγραψε με το αληθινό της όνομα, αλλά με το ψευδώνυμο Currer Bell, φοβούμενη τις συνέπειες που θα είχε η ευρεία γνωστοποίηση του ονόματός της. Τα τρία επόμενα έργα της («Σίρλει»-1849, «Βιλέτ»-1853 και «Ο καθηγητής»-1857), όχι μόνο δεν αγκαλιάστηκαν ιδιαίτερα στην εποχή τους, αλλά μέχρι και σήμερα επισκιάζονται από το αριστούργημά της. Πρόκειται πάντως για σπουδαίες καταθέσεις, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν το «Βιλέτ» ισάξιο του «Τζέιν Έιρ».
Όλα τα μυθιστορήματα της Μπροντέ χαρακτηρίζονται από έντονο ρομαντισμό και λυρισμό. Πέρα από τη σοβαρότητα των θεμάτων που έθιγαν, γραμμένα από μια γυναίκα στα μέσα του 19ου αιώνα (το επαναλαμβάνουμε γιατί είναι σημαντικό) υπάρχει και ένα επιπρόσθετο στοιχείο που τα ανακηρύσσει σε σπουδαία: Η Μπροντέ έγραφε με βάση της προσωπικές της εμπειρίες. Ολόκληρο το «Τζέιν Έιρ», ήταν ουσιαστικά κάτι σαν αυτοβιογραφία της. Έπλασε μια ηρωίδα, υιοθέτησε ψευδώνυμο, όμως στην πραγματικότητα η μεγάλη αυτή βικτωριανή συγγραφέας του 19ου αιώνα, αποτύπωνε στο χαρτί τα προσωπικά της αδιέξοδα. Εξ ου και αγγίζει μέχρι σήμερα, 200 χρόνια μετά τη γέννησή της, τις καρδιές χιλιάδων αναγνωστών.